Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indisponìbile  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indispoˈnibile]

1 τμήμα περιουσίας που δεν μπορεί να διατεθεί ελεύθερα από τον διαθέτη
2 εύλογο τμήμα

indisponìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indispoˈnibile]

1 απρόθυμος
2 που δεν μπορείς να το διαθέσεις
3 μη διαθέσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indisponente indisponibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indispensabilità (θηλ.ουσ)
indispettire (ρ. μτβ.)
indispettirsi (ρ.μ. (αντων.))
indispettito (επίθ.)
indisponente (επίθ.)
indisponibile (ουσ αρσ και θηλ.)
indisponibile (επίθ.)
indisponibilità (θηλ.ουσ)
indisporre (ρ. μτβ.)
indisposizione (θηλ.ουσ)
indisposto (επίθ.)
indissociabile (επίθ.)
indissolubile (επίθ.)
indissolubilità (θηλ.ουσ)
indistinguibile (επίθ.)
indistintamente (επίρ.)
indistinto (επίθ.)
indistruttibile (επίθ.)
indistruttibilità (θηλ.ουσ)
indisturbato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---