Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indispettìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [indispetˈtire]

1 εκνευρίζω
2 εξοργίζω
3 ενοχλώ μονίμως

indispettirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [indispetˈtirsi]

1 θυμώνω
2 εξοργίζομαι
3 εκνευρίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indispensabilità indispettito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indiscutibile (επίθ.)
indiscutibilmente (επίρ.)
indispensabile (ουσ αρσ )
indispensabile (επίθ.)
indispensabilità (θηλ.ουσ)
indispettire (ρ. μτβ.)
indispettirsi (ρ.μ. (αντων.))
indispettito (επίθ.)
indisponente (επίθ.)
indisponibile (ουσ αρσ και θηλ.)
indisponibile (επίθ.)
indisponibilità (θηλ.ουσ)
indisporre (ρ. μτβ.)
indisposizione (θηλ.ουσ)
indisposto (επίθ.)
indissociabile (επίθ.)
indissolubile (επίθ.)
indissolubilità (θηλ.ουσ)
indistinguibile (επίθ.)
indistintamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---