Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indiscutìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indiskuˈtibile]

1 αναντίλεκτος
2 αδήριτος
3 αναντίρρητος
4 αδιαφιλονίκητος
5 αναμφισβήτητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indiscusso indiscutibilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indisciplinato (επίθ.)
indiscreto (επίθ.)
indiscrezione (θηλ.ουσ)
indiscriminato (επίθ.)
indiscusso (επίθ.)
indiscutibile (επίθ.)
indiscutibilmente (επίρ.)
indispensabile (ουσ αρσ )
indispensabile (επίθ.)
indispensabilità (θηλ.ουσ)
indispettire (ρ. μτβ.)
indispettirsi (ρ.μ. (αντων.))
indispettito (επίθ.)
indisponente (επίθ.)
indisponibile (ουσ αρσ και θηλ.)
indisponibile (επίθ.)
indisponibilità (θηλ.ουσ)
indisporre (ρ. μτβ.)
indisposizione (θηλ.ουσ)
indisposto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---