Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indiscriminàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indiskrimiˈnato]

1 αμερόληπτος
2 που δεν κάνει διακρίσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indiscrezione indiscusso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indisciplinabile (επίθ.)
indisciplinatezza (θηλ.ουσ)
indisciplinato (επίθ.)
indiscreto (επίθ.)
indiscrezione (θηλ.ουσ)
indiscriminato (επίθ.)
indiscusso (επίθ.)
indiscutibile (επίθ.)
indiscutibilmente (επίρ.)
indispensabile (ουσ αρσ )
indispensabile (επίθ.)
indispensabilità (θηλ.ουσ)
indispettire (ρ. μτβ.)
indispettirsi (ρ.μ. (αντων.))
indispettito (επίθ.)
indisponente (επίθ.)
indisponibile (ουσ αρσ και θηλ.)
indisponibile (επίθ.)
indisponibilità (θηλ.ουσ)
indisporre (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---