Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indisciplinatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indiʃʃiplinaˈtettsa]

1 απειθαρχία
2 ανυποταξία
3 ανυπακοή
4 παρακοή
5 απείθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indisciplinabile indisciplinato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indirizzario (ουσ αρσ )
indirizzatrice (θηλ.ουσ)
indirizzo (ουσ αρσ )
indisciplina (θηλ.ουσ)
indisciplinabile (επίθ.)
indisciplinatezza (θηλ.ουσ)
indisciplinato (επίθ.)
indiscreto (επίθ.)
indiscrezione (θηλ.ουσ)
indiscriminato (επίθ.)
indiscusso (επίθ.)
indiscutibile (επίθ.)
indiscutibilmente (επίρ.)
indispensabile (ουσ αρσ )
indispensabile (επίθ.)
indispensabilità (θηλ.ουσ)
indispettire (ρ. μτβ.)
indispettirsi (ρ.μ. (αντων.))
indispettito (επίθ.)
indisponente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---