Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indispensàbile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [indispenˈsabile]

το αναγκαίο

indispensàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indispenˈsabile]

απαραίτητος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indiscutibilmente indispensabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indiscrezione (θηλ.ουσ)
indiscriminato (επίθ.)
indiscusso (επίθ.)
indiscutibile (επίθ.)
indiscutibilmente (επίρ.)
indispensabile (ουσ αρσ )
indispensabile (επίθ.)
indispensabilità (θηλ.ουσ)
indispettire (ρ. μτβ.)
indispettirsi (ρ.μ. (αντων.))
indispettito (επίθ.)
indisponente (επίθ.)
indisponibile (ουσ αρσ και θηλ.)
indisponibile (επίθ.)
indisponibilità (θηλ.ουσ)
indisporre (ρ. μτβ.)
indisposizione (θηλ.ουσ)
indisposto (επίθ.)
indissociabile (επίθ.)
indissolubile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---