Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈdire]

1 δηλώνω
2 γνωστοποιώ
3 κηρύσσω
4 αναγγέλλω
5 καλώ σε συνάθροιση
6 σαλπίζω
7 διακηρύσσω
8 καλώ
9 κηρύττω
10 προκηρύσσω
11 παραγγέλλω κλήτευση κάποιου
12 ανακοινώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indipendenza indiretto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indipendentismo (ουσ αρσ )
indipendentista (ουσ αρσ και θηλ.)
indipendentista (επίθ.)
indipendentistico (επίθ.)
indipendenza (θηλ.ουσ)
indire (ρ. μτβ.)
indiretto (επίθ.)
indirizzabile (επίθ.)
indirizzamento (ουσ αρσ )
indirizzare (ρ. μτβ.)
indirizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
indirizzario (ουσ αρσ )
indirizzatrice (θηλ.ουσ)
indirizzo (ουσ αρσ )
indisciplina (θηλ.ουσ)
indisciplinabile (επίθ.)
indisciplinatezza (θηλ.ουσ)
indisciplinato (επίθ.)
indiscreto (επίθ.)
indiscrezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---