Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indignàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [indiɲˈɲare]

προκαλώ αγανάκτηση

indignarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [indiɲˈɲarsi]

αγανακτώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indigesto indignato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indigente (επίθ.)
indigenza (θηλ.ουσ)
indigeribile (επίθ.)
indigestione (θηλ.ουσ)
indigesto (επίθ.)
indignare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indignarsi (ρ.μ. (αντων.))
indignato (επίθ.)
indignazione (θηλ.ουσ)
indigofera (θηλ.ουσ)
indigoide (αρσ. επίθ και ουσ)
indigotina (θηλ.ουσ)
indilatabile (επίθ.)
indilazionabile (επίθ.)
indimenticabile (επίθ.)
indimostrabile (επίθ.)
indimostrabilità (θηλ.ουσ)
indimostrato (επίθ.)
indio (ουσ αρσ )
indio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---