Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indignazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indiɲɲatˈtsjone]

1 οργή
2 δυσανασχέτηση
3 βαρυγκώμια
4 θύμωμα
5 αναβρασμός ψυχής
6 θυμός
7 κατακραυγή
8 στενοχώρια
9 αγανάκτηση
10 εξανάσταση
11 δυσφορία
12 δυσαρέσκεια έντονη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indignato indigofera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indigestione (θηλ.ουσ)
indigesto (επίθ.)
indignare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indignarsi (ρ.μ. (αντων.))
indignato (επίθ.)
indignazione (θηλ.ουσ)
indigofera (θηλ.ουσ)
indigoide (αρσ. επίθ και ουσ)
indigotina (θηλ.ουσ)
indilatabile (επίθ.)
indilazionabile (επίθ.)
indimenticabile (επίθ.)
indimostrabile (επίθ.)
indimostrabilità (θηλ.ουσ)
indimostrato (επίθ.)
indio (ουσ αρσ )
indio (επίθ.)
indipendente (ουσ αρσ και θηλ.)
indipendente (επίθ.)
indipendentemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---