Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indignàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indiɲˈɲato]

1 θυμωμένος
2 αγανακτισμένος
3 οργισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indignarsi indignazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indigeribile (επίθ.)
indigestione (θηλ.ουσ)
indigesto (επίθ.)
indignare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indignarsi (ρ.μ. (αντων.))
indignato (επίθ.)
indignazione (θηλ.ουσ)
indigofera (θηλ.ουσ)
indigoide (αρσ. επίθ και ουσ)
indigotina (θηλ.ουσ)
indilatabile (επίθ.)
indilazionabile (επίθ.)
indimenticabile (επίθ.)
indimostrabile (επίθ.)
indimostrabilità (θηλ.ουσ)
indimostrato (επίθ.)
indio (ουσ αρσ )
indio (επίθ.)
indipendente (ουσ αρσ και θηλ.)
indipendente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---