Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindignàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [indiɲˈɲato] 1 θυμωμένος 2 αγανακτισμένος 3 οργισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |