indìgeno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈdiʤeno]
1 ημεδαπός
2 ντόπιος
indìgeno
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈdiʤeno]
1 ιθαγενής
2 εγχώριος
3 ντόπιος
4 επιχώριος
5 αυτόχθονας
6 εγγενής
7 γενέθλιος
8 ενδημικός
9 γηγενής
10 τοπικός
11 ημεδαπός
12 ομόφυλος
13 αυτόχθων
14 αυτοφυής
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈdiʤeno]
1 ημεδαπός
2 ντόπιος
indìgeno
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈdiʤeno]
1 ιθαγενής
2 εγχώριος
3 ντόπιος
4 επιχώριος
5 αυτόχθονας
6 εγγενής
7 γενέθλιος
8 ενδημικός
9 γηγενής
10 τοπικός
11 ημεδαπός
12 ομόφυλος
13 αυτόχθων
14 αυτοφυής
permalink
indigeno (ουσ αρσ )
indigeno (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android