Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indifferènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indiffeˈrɛntsa]

1 αναλγησία
2 αδιαφορία
3 ακηδία
4 αφροντισιά
5 στωικότητα
6 απάθεια
7 αναμελιά
8 στωικότητα
9 αμεριμνησία
10 αμέλεια
11 αψηφισιά
12 ασυγκινησία
13 ανεμελιά
14 αστοχασιά
15 ψυχρότητα
16 απονιά
17 ξενοιασιά
18 αναισθησία
19 ουδετερότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indifferentismo indifferenziato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indifeso (επίθ.)
indifferente (ουσ αρσ και θηλ.)
indifferente (επίθ.)
indifferentemente (επίρ.)
indifferentismo (ουσ αρσ )
indifferenza (θηλ.ουσ)
indifferenziato (επίθ.)
indifferibile (επίθ.)
indigeno (ουσ αρσ )
indigeno (επίθ.)
indigente (ουσ αρσ και θηλ.)
indigente (επίθ.)
indigenza (θηλ.ουσ)
indigeribile (επίθ.)
indigestione (θηλ.ουσ)
indigesto (επίθ.)
indignare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indignarsi (ρ.μ. (αντων.))
indignato (επίθ.)
indignazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---