Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindifferènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [indiffeˈrɛnte] 1 παχύδερμο (μεταφορικά) 2 σκληρόπετσος 3 χοντρόπετσος indifferènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [indiffeˈrɛnte] αδιάφορος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |