Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indietreggiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [indjetredʤaˈmento]

1 πισωγύρισμα
2 πισωδρόμισμα
3 οπισθοχώρηση
4 αποχώρηση
5 πισωδρόμηση
6 υποχώρηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indicizzazione indietreggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indice (επίθ.)
indicibile (επίθ.)
indicibilmente (επίρ.)
indicizzato (επίθ.)
indicizzazione (θηλ.ουσ)
indietreggiamento (ουσ αρσ )
indietreggiare (ρ.αμτβ.)
indietro (επίρ.)
indifendibile (επίθ.)
indifeso (επίθ.)
indifferente (ουσ αρσ και θηλ.)
indifferente (επίθ.)
indifferentemente (επίρ.)
indifferentismo (ουσ αρσ )
indifferenza (θηλ.ουσ)
indifferenziato (επίθ.)
indifferibile (επίθ.)
indigeno (ουσ αρσ )
indigeno (επίθ.)
indigente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---