Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indicìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indiˈʧibile]

1 ανεκδιήγητος
2 άφραστος
3 άφατος
4 άρρητος
5 ανεκλάλητος
6 ανομολόγητος
7 ανείπωτος
8 άλεκτος
9 απερίγραπτος
10 ανείπωτος
11 ανάντηχος
12 ανέκφραστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indice indicibilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indicatore (ουσ αρσ )
indicatore (επίθ.)
indicazione (θηλ.ουσ)
indice (ουσ αρσ )
indice (επίθ.)
indicibile (επίθ.)
indicibilmente (επίρ.)
indicizzato (επίθ.)
indicizzazione (θηλ.ουσ)
indietreggiamento (ουσ αρσ )
indietreggiare (ρ.αμτβ.)
indietro (επίρ.)
indifendibile (επίθ.)
indifeso (επίθ.)
indifferente (ουσ αρσ και θηλ.)
indifferente (επίθ.)
indifferentemente (επίρ.)
indifferentismo (ουσ αρσ )
indifferenza (θηλ.ουσ)
indifferenziato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---