Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indiavolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indjavoˈlato]

1 αεικίνητος
2 παράφορος
3 μανιασμένος
4 θυελλώδης
5 λυσσώδης
6 σατανικός
7 δαιμονισμένος
8 δαιμονικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indiano indicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indiana (θηλ.ουσ)
indianista (ουσ αρσ και θηλ.)
indianistica (θηλ.ουσ)
indiano (ουσ αρσ )
indiano (επίθ.)
indiavolato (επίθ.)
indicare (ρ. μτβ.)
indicativamente (επίρ.)
indicativo (ουσ αρσ )
indicativo (επίθ.)
indicato (επίθ.)
indicatore (ουσ αρσ )
indicatore (επίθ.)
indicazione (θηλ.ουσ)
indice (ουσ αρσ )
indice (επίθ.)
indicibile (επίθ.)
indicibilmente (επίρ.)
indicizzato (επίθ.)
indicizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---