Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indéntro  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [inˈdentro]

1 μέσα
2 προς τα μέσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indentatura indeprecabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indennità (θηλ.ουσ)
indennizzare (ρ. μτβ.)
indennizzo (ουσ αρσ )
indentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indentatura (θηλ.ουσ)
indentro (επίρ.)
indeprecabile (επίθ.)
inderogabile (επίθ.)
inderogabilità (θηλ.ουσ)
indescrivibile (επίθ.)
indesiderabile (επίθ.)
indesiderato (επίθ.)
indeterminabile (επίθ.)
indeterminabilità (θηλ.ουσ)
indeterminatezza (θηλ.ουσ)
indeterminativo (αρσ. επίθ και ουσ)
indeterminato (επίθ.)
indeterminazione (θηλ.ουσ)
indetonante (επίθ.)
indi (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---