Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indefessaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [indefessaˈmente]

1 ακατάπαυστα
2 αόκνως
3 ασταμάτητα
4 ακούραστα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indecoroso indefesso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indeclinabile (επίθ.)
indeclinabilità (θηλ.ουσ)
indecomponibile (επίθ.)
indecomposto (επίθ.)
indecoroso (επίθ.)
indefessamente (επίρ.)
indefesso (επίθ.)
indefettibile (επίθ.)
indefettibilità (θηλ.ουσ)
indefinibile (επίθ.)
indefinibilità (θηλ.ουσ)
indefinitezza (θηλ.ουσ)
indefinito (αρσ. επίθ και ουσ)
indeformabile (επίθ.)
indeformabilità (θηλ.ουσ)
indegnità (θηλ.ουσ)
indegno (επίθ.)
indeiscente (επίθ.)
indeiscenza (θηλ.ουσ)
indelebile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---