Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indefèsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indeˈfɛsso]

1 ακατάβλητος
2 ακάματος
3 ακούραστος
4 ακαταπόνητος
5 άοκνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indefessamente indefettibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indeclinabilità (θηλ.ουσ)
indecomponibile (επίθ.)
indecomposto (επίθ.)
indecoroso (επίθ.)
indefessamente (επίρ.)
indefesso (επίθ.)
indefettibile (επίθ.)
indefettibilità (θηλ.ουσ)
indefinibile (επίθ.)
indefinibilità (θηλ.ουσ)
indefinitezza (θηλ.ουσ)
indefinito (αρσ. επίθ και ουσ)
indeformabile (επίθ.)
indeformabilità (θηλ.ουσ)
indegnità (θηλ.ουσ)
indegno (επίθ.)
indeiscente (επίθ.)
indeiscenza (θηλ.ουσ)
indelebile (επίθ.)
indelebilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---