ItalianoGreco


indecisióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indeʧiˈzjone]

1 αβουλία
2 δισταγμός
3 παλιμβουλία
4 διγνωμία
5 διστακτικότητα
6 αναποφασιστικότητα
7 διβουλία
8 αμφιταλάντευση
9 επιφυλακτικότητα
10 απροαιρεσία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---