Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indecisióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indeʧiˈzjone]

1 αβουλία
2 δισταγμός
3 παλιμβουλία
4 διγνωμία
5 διστακτικότητα
6 αναποφασιστικότητα
7 διβουλία
8 αμφιταλάντευση
9 επιφυλακτικότητα
10 απροαιρεσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indecifrato indeciso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indebolitore (επίθ.)
indecente (επίθ.)
indecenza (θηλ.ουσ)
indecifrabile (επίθ.)
indecifrato (επίθ.)
indecisione (θηλ.ουσ)
indeciso (επίθ.)
indeclinabile (επίθ.)
indeclinabilità (θηλ.ουσ)
indecomponibile (επίθ.)
indecomposto (επίθ.)
indecoroso (επίθ.)
indefessamente (επίρ.)
indefesso (επίθ.)
indefettibile (επίθ.)
indefettibilità (θηλ.ουσ)
indefinibile (επίθ.)
indefinibilità (θηλ.ουσ)
indefinitezza (θηλ.ουσ)
indefinito (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---