Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indecìso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indeˈʧizo]

αναποφάσιστος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indecisione indeclinabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indecente (επίθ.)
indecenza (θηλ.ουσ)
indecifrabile (επίθ.)
indecifrato (επίθ.)
indecisione (θηλ.ουσ)
indeciso (επίθ.)
indeclinabile (επίθ.)
indeclinabilità (θηλ.ουσ)
indecomponibile (επίθ.)
indecomposto (επίθ.)
indecoroso (επίθ.)
indefessamente (επίρ.)
indefesso (επίθ.)
indefettibile (επίθ.)
indefettibilità (θηλ.ουσ)
indefinibile (επίθ.)
indefinibilità (θηλ.ουσ)
indefinitezza (θηλ.ουσ)
indefinito (αρσ. επίθ και ουσ)
indeformabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---