Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόindecènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [indeˈʧɛntsa] 1 καταισχύνη 2 δυσμένεια 3 ντροπή 4 αισχρότητα 5 απρέπεια 6 ατίμωση 7 ντρόπιασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |