Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


indebolìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [indeboˈlire]

1 αδυνατίζω
2 εξασθενίζω

indebolirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [indeboˈlirsi]

εξασθενώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  indebolimento indebolito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indebitamento (ουσ αρσ )
indebitarsi (ρ.μ. (αντων.))
indebitato (επίθ.)
indebito (αρσ. επίθ και ουσ)
indebolimento (ουσ αρσ )
indebolire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indebolirsi (ρ.μ. (αντων.))
indebolito (επίθ.)
indebolitore (επίθ.)
indecente (επίθ.)
indecenza (θηλ.ουσ)
indecifrabile (επίθ.)
indecifrato (επίθ.)
indecisione (θηλ.ουσ)
indeciso (επίθ.)
indeclinabile (επίθ.)
indeclinabilità (θηλ.ουσ)
indecomponibile (επίθ.)
indecomposto (επίθ.)
indecoroso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---