Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incupìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkuˈpire]

σκοτεινιάζω

incupìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkuˈpire]

Σκοτεινιάζω

incupirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkuˈpirsi]

Σκοτεινιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incunearsi incurabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incultura (θηλ.ουσ)
incunabolista (ουσ αρσ και θηλ.)
incunabolo (ουσ αρσ )
incuneare (ρ. μτβ.)
incunearsi (ρ.μ. (αντων.))
incupire (ρ.αμτβ.)
incupire (ρ. μτβ.)
incupirsi (ρ.μ. (αντων.))
incurabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
incurabilità (θηλ.ουσ)
incurante (επίθ.)
incuranza (θηλ.ουσ)
incuria (θηλ.ουσ)
incuriosire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incuriosirsi (ρ.μ. (αντων.))
incursione (θηλ.ουσ)
incursore (αρσ. επίθ και ουσ)
incurvamento (ουσ αρσ )
incurvare (ρ. μτβ.)
incurvarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---