Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incunabolìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkunaboˈlista]

μελετητής ή συλλογέας βιβλίων που εκδόθηκαν πριν από το 1501


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incultura incunabolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incubazione (θηλ.ουσ)
incubo (ουσ αρσ )
incudine (θηλ.ουσ)
inculcare (ρ. μτβ.)
incultura (θηλ.ουσ)
incunabolista (ουσ αρσ και θηλ.)
incunabolo (ουσ αρσ )
incuneare (ρ. μτβ.)
incunearsi (ρ.μ. (αντων.))
incupire (ρ.αμτβ.)
incupire (ρ. μτβ.)
incupirsi (ρ.μ. (αντων.))
incurabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
incurabilità (θηλ.ουσ)
incurante (επίθ.)
incuranza (θηλ.ουσ)
incuria (θηλ.ουσ)
incuriosire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incuriosirsi (ρ.μ. (αντων.))
incursione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---