Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inculcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkulˈkare]

1 εντυπώνω στο νου
2 ενσταλάζω
3 εμφυσώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incudine incultura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incubare (ρ. μτβ.)
incubatrice (θηλ.ουσ)
incubazione (θηλ.ουσ)
incubo (ουσ αρσ )
incudine (θηλ.ουσ)
inculcare (ρ. μτβ.)
incultura (θηλ.ουσ)
incunabolista (ουσ αρσ και θηλ.)
incunabolo (ουσ αρσ )
incuneare (ρ. μτβ.)
incunearsi (ρ.μ. (αντων.))
incupire (ρ.αμτβ.)
incupire (ρ. μτβ.)
incupirsi (ρ.μ. (αντων.))
incurabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
incurabilità (θηλ.ουσ)
incurante (επίθ.)
incuranza (θηλ.ουσ)
incuria (θηλ.ουσ)
incuriosire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---