Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incuneàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkuneˈare]

1 μπήγω σφήνα
2 ακινητοποιώ με σφήνα

incunearsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkuneˈarsi]

1 σφηνώνω
2 φρακάρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incunabolo incupire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incudine (θηλ.ουσ)
inculcare (ρ. μτβ.)
incultura (θηλ.ουσ)
incunabolista (ουσ αρσ και θηλ.)
incunabolo (ουσ αρσ )
incuneare (ρ. μτβ.)
incunearsi (ρ.μ. (αντων.))
incupire (ρ.αμτβ.)
incupire (ρ. μτβ.)
incupirsi (ρ.μ. (αντων.))
incurabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
incurabilità (θηλ.ουσ)
incurante (επίθ.)
incuranza (θηλ.ουσ)
incuria (θηλ.ουσ)
incuriosire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incuriosirsi (ρ.μ. (αντων.))
incursione (θηλ.ουσ)
incursore (αρσ. επίθ και ουσ)
incurvamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---