Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incredulità (θηλ.ουσ) incrociàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrèdulo (επίθ.) incrociàto (επίθ.)
incrementàle (επίθ.) incrociatóre (ουσ αρσ )
incrementàre (ρ. μτβ.) incrociatùra (θηλ.ουσ)
increménto (ουσ αρσ ) incrócio (ουσ αρσ )
incréscere (ρ.αμτβ.) incrollàbile (επίθ.)
increscióso (επίθ.) incrostaménto (ουσ αρσ )
increspaménto (ουσ αρσ ) incrostàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
increspàre (ρ. μτβ.) incrostàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
incresparsi (ρ.μ. (αντων.)) incrostatùra (θηλ.ουσ)
increspàto (επίθ.) incrostazióne (θηλ.ουσ)
increspatùra (θηλ.ουσ) incrudelìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incretinìre (ρ.αμτβ.) incrudiménto (ουσ αρσ )
incretinìre (ρ. μτβ.) incrudìre (ρ.αμτβ.)
incretinirsi (ρ.μ. (αντων.)) incrudìre (ρ. μτβ.)
incrèto (ουσ αρσ ) incrudirsi (ρ.μ. (αντων.))
incriminàbile (επίθ.) incruènto (επίθ.)
incriminàre (ρ. μτβ.) incruscàre (ρ. μτβ.)
incriminàto (επίθ.) incubàre (ρ. μτβ.)
incriminazióne (θηλ.ουσ) incubatrìce (θηλ.ουσ)
incrinàre (ρ. μτβ.) incubazióne (θηλ.ουσ)
incrinàrsi (ρ. μ. αμτβ.) ìncubo (ουσ αρσ )
incrinatùra (θηλ.ουσ) incùdine (θηλ.ουσ)
incrociàre (ρ.αμτβ.) inculcàre (ρ. μτβ.)
incrociàre (ρ. μτβ.) incultùra (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: