Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incruènto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkruˈɛnto]

1 αναίμακτος
2 ο χωρίς αιματοχυσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incrudirsi incruscare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incrudelire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incrudimento (ουσ αρσ )
incrudire (ρ.αμτβ.)
incrudire (ρ. μτβ.)
incrudirsi (ρ.μ. (αντων.))
incruento (επίθ.)
incruscare (ρ. μτβ.)
incubare (ρ. μτβ.)
incubatrice (θηλ.ουσ)
incubazione (θηλ.ουσ)
incubo (ουσ αρσ )
incudine (θηλ.ουσ)
inculcare (ρ. μτβ.)
incultura (θηλ.ουσ)
incunabolista (ουσ αρσ και θηλ.)
incunabolo (ουσ αρσ )
incuneare (ρ. μτβ.)
incunearsi (ρ.μ. (αντων.))
incupire (ρ.αμτβ.)
incupire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---