Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incrudìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkruˈdire]

1 χειροτερεύω
2 επιδεινώνομαι
3 επιτείνομαι
4 σφυρηλατούμαι
5 εκτραχύνομαι

incrudìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkruˈdire]

1 εκτραχύνω
2 χειροτερεύω
3 σφυρηλατώ
4 οξύνω

incrudirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkruˈdirsi]

1 επιτείνομαι
2 σφυρηλατούμαι
3 επιδεινώνομαι
4 χειροτερεύω
5 εκτραχύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incrudimento incruento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incrostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrostatura (θηλ.ουσ)
incrostazione (θηλ.ουσ)
incrudelire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incrudimento (ουσ αρσ )
incrudire (ρ.αμτβ.)
incrudire (ρ. μτβ.)
incrudirsi (ρ.μ. (αντων.))
incruento (επίθ.)
incruscare (ρ. μτβ.)
incubare (ρ. μτβ.)
incubatrice (θηλ.ουσ)
incubazione (θηλ.ουσ)
incubo (ουσ αρσ )
incudine (θηλ.ουσ)
inculcare (ρ. μτβ.)
incultura (θηλ.ουσ)
incunabolista (ουσ αρσ και θηλ.)
incunabolo (ουσ αρσ )
incuneare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---