Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incrostàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkrosˈtare]

δημιουργώ κρούστα

incrostàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkrosˈtarsi]

1 αποκτώ κρούστα
2 πιάνω κρούστα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incrostamento incrostatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incrociatore (ουσ αρσ )
incrociatura (θηλ.ουσ)
incrocio (ουσ αρσ )
incrollabile (επίθ.)
incrostamento (ουσ αρσ )
incrostare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incrostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrostatura (θηλ.ουσ)
incrostazione (θηλ.ουσ)
incrudelire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incrudimento (ουσ αρσ )
incrudire (ρ.αμτβ.)
incrudire (ρ. μτβ.)
incrudirsi (ρ.μ. (αντων.))
incruento (επίθ.)
incruscare (ρ. μτβ.)
incubare (ρ. μτβ.)
incubatrice (θηλ.ουσ)
incubazione (θηλ.ουσ)
incubo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---