Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incrociatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkroʧaˈtura]

1 μέθοδος αναπαραγωγής με επιμειξία διαφορετικών ποικιλιών
2 σταύρωμα
3 σταυροειδής διάταξη
4 διασταύρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incrociatore incrocio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incrociare (ρ.αμτβ.)
incrociare (ρ. μτβ.)
incrociarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrociato (επίθ.)
incrociatore (ουσ αρσ )
incrociatura (θηλ.ουσ)
incrocio (ουσ αρσ )
incrollabile (επίθ.)
incrostamento (ουσ αρσ )
incrostare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incrostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrostatura (θηλ.ουσ)
incrostazione (θηλ.ουσ)
incrudelire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incrudimento (ουσ αρσ )
incrudire (ρ.αμτβ.)
incrudire (ρ. μτβ.)
incrudirsi (ρ.μ. (αντων.))
incruento (επίθ.)
incruscare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---