Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincrociatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inkroʧaˈtura] 1 μέθοδος αναπαραγωγής με επιμειξία διαφορετικών ποικιλιών 2 σταύρωμα 3 σταυροειδής διάταξη 4 διασταύρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |