Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incrociàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkroˈʧare]

1 υπερίπταμαι (για αεροσκάφος)
2 περιπλέω (για πλοίο κλπ)

incrociàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkroˈʧare]

διασταυρώνω, σταυρώνω

incrociàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkroˈʧarsi]

1 τέμνομαι
2 διασταυρώνομαι
3 σταυρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incrinatura incrociato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incriminato (επίθ.)
incriminazione (θηλ.ουσ)
incrinare (ρ. μτβ.)
incrinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrinatura (θηλ.ουσ)
incrociare (ρ.αμτβ.)
incrociare (ρ. μτβ.)
incrociarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrociato (επίθ.)
incrociatore (ουσ αρσ )
incrociatura (θηλ.ουσ)
incrocio (ουσ αρσ )
incrollabile (επίθ.)
incrostamento (ουσ αρσ )
incrostare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incrostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrostatura (θηλ.ουσ)
incrostazione (θηλ.ουσ)
incrudelire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incrudimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---