Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincrociàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inkroˈʧato] 1 σταυρωτός 2 διασταυρωμένος 3 σταυροειδής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |