Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincrostatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inkrostaˈtura] 1 κόρα 2 κρούστα 3 πέτσα 4 τρίχωμα 5 λεπτή μεμβράνη σε μάτι φυτού 6 λεπτό στρώμα ή κρούστα 7 επικάλυψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |