Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incrostazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkrostatˈtsjone]

1 τρίχωμα
2 λεπτό στρώμα ή κρούστα
3 κρούστα
4 πέτσα
5 κόρα
6 λεπτή μεμβράνη σε μάτι φυτού
7 επικάλυψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incrostatura incrudelire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incrollabile (επίθ.)
incrostamento (ουσ αρσ )
incrostare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incrostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrostatura (θηλ.ουσ)
incrostazione (θηλ.ουσ)
incrudelire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incrudimento (ουσ αρσ )
incrudire (ρ.αμτβ.)
incrudire (ρ. μτβ.)
incrudirsi (ρ.μ. (αντων.))
incruento (επίθ.)
incruscare (ρ. μτβ.)
incubare (ρ. μτβ.)
incubatrice (θηλ.ουσ)
incubazione (θηλ.ουσ)
incubo (ουσ αρσ )
incudine (θηλ.ουσ)
inculcare (ρ. μτβ.)
incultura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---