Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incrinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkriˈnare]

ραγίζω

incrinàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkriˈnarsi]

1 εκφυλίζομαι
2 ραγίζω
3 φθείρομαι
4 θρυμματίζομαι
5 σπάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incriminazione incrinatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

increto (ουσ αρσ )
incriminabile (επίθ.)
incriminare (ρ. μτβ.)
incriminato (επίθ.)
incriminazione (θηλ.ουσ)
incrinare (ρ. μτβ.)
incrinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrinatura (θηλ.ουσ)
incrociare (ρ.αμτβ.)
incrociare (ρ. μτβ.)
incrociarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrociato (επίθ.)
incrociatore (ουσ αρσ )
incrociatura (θηλ.ουσ)
incrocio (ουσ αρσ )
incrollabile (επίθ.)
incrostamento (ουσ αρσ )
incrostare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incrostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrostatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---