Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incriminàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkrimiˈnare]

1 κατηγορώ
2 ενοχοποιώ
3 καταγγέλλω
4 μηνύω
5 απαγγέλλω κατηγορία
6 ασκώ δικαστική δίωξη
7 εγκαλώ
8 παραπέμπω στη δικαιοσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incriminabile incriminato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incretinire (ρ.αμτβ.)
incretinire (ρ. μτβ.)
incretinirsi (ρ.μ. (αντων.))
increto (ουσ αρσ )
incriminabile (επίθ.)
incriminare (ρ. μτβ.)
incriminato (επίθ.)
incriminazione (θηλ.ουσ)
incrinare (ρ. μτβ.)
incrinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrinatura (θηλ.ουσ)
incrociare (ρ.αμτβ.)
incrociare (ρ. μτβ.)
incrociarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrociato (επίθ.)
incrociatore (ουσ αρσ )
incrociatura (θηλ.ουσ)
incrocio (ουσ αρσ )
incrollabile (επίθ.)
incrostamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---