incriminazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [inkriminatˈtsjone]
1 μήνυση
2 καταγγελία αξιόποινης πράξης στις δικαστικές αρχές
3 κατηγορία
4 καταμήνυση
5 καταγγελία
6 άσκηση δικαστικής δίωξης
7 έγκληση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [inkriminatˈtsjone]
1 μήνυση
2 καταγγελία αξιόποινης πράξης στις δικαστικές αρχές
3 κατηγορία
4 καταμήνυση
5 καταγγελία
6 άσκηση δικαστικής δίωξης
7 έγκληση
permalink
incriminazione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android