Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incrementàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkremenˈtale]

αυξητικός σταδιακά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incredulo incrementare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

increato (επίθ.)
incredibile (επίθ.)
incredibilità (θηλ.ουσ)
incredulità (θηλ.ουσ)
incredulo (επίθ.)
incrementale (επίθ.)
incrementare (ρ. μτβ.)
incremento (ουσ αρσ )
increscere (ρ.αμτβ.)
increscioso (επίθ.)
increspamento (ουσ αρσ )
increspare (ρ. μτβ.)
incresparsi (ρ.μ. (αντων.))
increspato (επίθ.)
increspatura (θηλ.ουσ)
incretinire (ρ.αμτβ.)
incretinire (ρ. μτβ.)
incretinirsi (ρ.μ. (αντων.))
increto (ουσ αρσ )
incriminabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---