Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


increspàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkresˈpare]

1 ζαρώνω
2 πτυχώνω
3 σουφρώνω
4 ρυτιδώνω
5 κυματώνω
6 κατσαρώνω

incresparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkresˈparsi]

1 σουφρώνομαι
2 έχω ρυτίδωση
3 πτυχώνομαι
4 ζαρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  increspamento increspato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incrementare (ρ. μτβ.)
incremento (ουσ αρσ )
increscere (ρ.αμτβ.)
increscioso (επίθ.)
increspamento (ουσ αρσ )
increspare (ρ. μτβ.)
incresparsi (ρ.μ. (αντων.))
increspato (επίθ.)
increspatura (θηλ.ουσ)
incretinire (ρ.αμτβ.)
incretinire (ρ. μτβ.)
incretinirsi (ρ.μ. (αντων.))
increto (ουσ αρσ )
incriminabile (επίθ.)
incriminare (ρ. μτβ.)
incriminato (επίθ.)
incriminazione (θηλ.ουσ)
incrinare (ρ. μτβ.)
incrinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrinatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---