Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincreménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inkreˈmento] 1 μεγάλωμα 2 πλήθεμα 3 πλήθυνση 4 αύξηση 5 προσαύξηση 6 ανάπτυξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |