Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincrespàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inkresˈpato] 1 πτυχωμένος 2 σουφρωμένος 3 ζαρωμένος 4 ρυτιδωμένος 5 πλισέ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |