Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


increspàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkresˈpato]

1 πτυχωμένος
2 σουφρωμένος
3 ζαρωμένος
4 ρυτιδωμένος
5 πλισέ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incresparsi increspatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

increscere (ρ.αμτβ.)
increscioso (επίθ.)
increspamento (ουσ αρσ )
increspare (ρ. μτβ.)
incresparsi (ρ.μ. (αντων.))
increspato (επίθ.)
increspatura (θηλ.ουσ)
incretinire (ρ.αμτβ.)
incretinire (ρ. μτβ.)
incretinirsi (ρ.μ. (αντων.))
increto (ουσ αρσ )
incriminabile (επίθ.)
incriminare (ρ. μτβ.)
incriminato (επίθ.)
incriminazione (θηλ.ουσ)
incrinare (ρ. μτβ.)
incrinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrinatura (θηλ.ουσ)
incrociare (ρ.αμτβ.)
incrociare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---