Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


increspatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkrespaˈtura]

1 σούφρωμα ρούχου
2 κυμάτωση
3 πλισάρισμα
4 ρυτίδωμα
5 σγούρεμα
6 τσαλάκωμα
7 πτύχωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  increspato incretinire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

increscioso (επίθ.)
increspamento (ουσ αρσ )
increspare (ρ. μτβ.)
incresparsi (ρ.μ. (αντων.))
increspato (επίθ.)
increspatura (θηλ.ουσ)
incretinire (ρ.αμτβ.)
incretinire (ρ. μτβ.)
incretinirsi (ρ.μ. (αντων.))
increto (ουσ αρσ )
incriminabile (επίθ.)
incriminare (ρ. μτβ.)
incriminato (επίθ.)
incriminazione (θηλ.ουσ)
incrinare (ρ. μτβ.)
incrinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incrinatura (θηλ.ουσ)
incrociare (ρ.αμτβ.)
incrociare (ρ. μτβ.)
incrociarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---