Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


increàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkreˈato]

1 ανύπαρκτος
2 αυθύπαρκτος
3 προϋπάρχων της δημιουργίας
4 αδημιούργητος
5 αγέννητος
6 αιώνιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incravattarsi incredibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incostanza (θηλ.ουσ)
incostituzionale (επίθ.)
incostituzionalità (θηλ.ουσ)
incravattare (ρ. μτβ.)
incravattarsi (ρ.μ. (αντων.))
increato (επίθ.)
incredibile (επίθ.)
incredibilità (θηλ.ουσ)
incredulità (θηλ.ουσ)
incredulo (επίθ.)
incrementale (επίθ.)
incrementare (ρ. μτβ.)
incremento (ουσ αρσ )
increscere (ρ.αμτβ.)
increscioso (επίθ.)
increspamento (ουσ αρσ )
increspare (ρ. μτβ.)
incresparsi (ρ.μ. (αντων.))
increspato (επίθ.)
increspatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---