Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incravattàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkravatˈtare]

βάζω γραβάτα

incravattarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkravatˈtarsi]

φορώ γραβάτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incostituzionalità increato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incoscienza (θηλ.ουσ)
incostante (επίθ.)
incostanza (θηλ.ουσ)
incostituzionale (επίθ.)
incostituzionalità (θηλ.ουσ)
incravattare (ρ. μτβ.)
incravattarsi (ρ.μ. (αντων.))
increato (επίθ.)
incredibile (επίθ.)
incredibilità (θηλ.ουσ)
incredulità (θηλ.ουσ)
incredulo (επίθ.)
incrementale (επίθ.)
incrementare (ρ. μτβ.)
incremento (ουσ αρσ )
increscere (ρ.αμτβ.)
increscioso (επίθ.)
increspamento (ουσ αρσ )
increspare (ρ. μτβ.)
incresparsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---