Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incosciènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkoʃˈʃɛntsa]

1 ασυνειδησία
2 απερισκεψία
3 ανευθυνότητα
4 αναισθησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incosciente incostante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incorrotto (επίθ.)
incorruttibile (επίθ.)
incorruttibilità (θηλ.ουσ)
incosciente (ουσ αρσ και θηλ.)
incosciente (επίθ.)
incoscienza (θηλ.ουσ)
incostante (επίθ.)
incostanza (θηλ.ουσ)
incostituzionale (επίθ.)
incostituzionalità (θηλ.ουσ)
incravattare (ρ. μτβ.)
incravattarsi (ρ.μ. (αντων.))
increato (επίθ.)
incredibile (επίθ.)
incredibilità (θηλ.ουσ)
incredulità (θηλ.ουσ)
incredulo (επίθ.)
incrementale (επίθ.)
incrementare (ρ. μτβ.)
incremento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---