Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incorruttibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkorruttibiliˈta]

το αδιάφθορο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incorruttibile incosciente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incorrere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incorrettezza (θηλ.ουσ)
incorretto (επίθ.)
incorrotto (επίθ.)
incorruttibile (επίθ.)
incorruttibilità (θηλ.ουσ)
incosciente (ουσ αρσ και θηλ.)
incosciente (επίθ.)
incoscienza (θηλ.ουσ)
incostante (επίθ.)
incostanza (θηλ.ουσ)
incostituzionale (επίθ.)
incostituzionalità (θηλ.ουσ)
incravattare (ρ. μτβ.)
incravattarsi (ρ.μ. (αντων.))
increato (επίθ.)
incredibile (επίθ.)
incredibilità (θηλ.ουσ)
incredulità (θηλ.ουσ)
incredulo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---