Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incostànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkosˈtante]

1 άστατος
2 αλλοπρόσαλλος
3 παλίμβουλος
4 ευμετάβλητος
5 ασταθής
6 ανερμάτιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incoscienza incostanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incorruttibile (επίθ.)
incorruttibilità (θηλ.ουσ)
incosciente (ουσ αρσ και θηλ.)
incosciente (επίθ.)
incoscienza (θηλ.ουσ)
incostante (επίθ.)
incostanza (θηλ.ουσ)
incostituzionale (επίθ.)
incostituzionalità (θηλ.ουσ)
incravattare (ρ. μτβ.)
incravattarsi (ρ.μ. (αντων.))
increato (επίθ.)
incredibile (επίθ.)
incredibilità (θηλ.ουσ)
incredulità (θηλ.ουσ)
incredulo (επίθ.)
incrementale (επίθ.)
incrementare (ρ. μτβ.)
incremento (ουσ αρσ )
increscere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---