Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incosciènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkoʃˈʃɛnte]

ανεύθυνο πρόσωπο

incosciènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkoʃˈʃɛnte]

ασυνείδητος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incorruttibilità incoscienza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incorrettezza (θηλ.ουσ)
incorretto (επίθ.)
incorrotto (επίθ.)
incorruttibile (επίθ.)
incorruttibilità (θηλ.ουσ)
incosciente (ουσ αρσ και θηλ.)
incosciente (επίθ.)
incoscienza (θηλ.ουσ)
incostante (επίθ.)
incostanza (θηλ.ουσ)
incostituzionale (επίθ.)
incostituzionalità (θηλ.ουσ)
incravattare (ρ. μτβ.)
incravattarsi (ρ.μ. (αντων.))
increato (επίθ.)
incredibile (επίθ.)
incredibilità (θηλ.ουσ)
incredulità (θηλ.ουσ)
incredulo (επίθ.)
incrementale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---